- ὀξυβόας
- ὀξυβόᾱς , ὀξυβόαςshrill-screamingmasc acc plὀξυβόᾱς , ὀξυβόαςshrill-screamingmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας … Dictionary of Greek
ὀξυβόαι — ὀξυβόας shrill screaming masc nom/voc pl ὀξυβόᾱͅ , ὀξυβόας shrill screaming masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυβόη — ὀξυβόας shrill screaming masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυβόην — ὀξυβόας shrill screaming masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυβόαν — ὀξυβόᾱν , ὀξυβόας shrill screaming masc acc sg (epic doric aeolic) ὀξυβόας shrill screaming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύαυλος — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλή γλωττίδα που ονομάζεται και οξυβόας. Αντιστοιχεί προς το όμποε. Ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστό στους Έλληνες και στους Αιγυπτίους και ανήκε στην κατηγορία των αυλών. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι κατά τον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek